πιλοτήριο

πιλοτήριο
το, Ν
ο θάλαμος χειρισμών πλοήγησης αεροσκάφους ή πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιλότος* / πιλοτάρω + επίθημα -τήριο (πρβλ. χειρισ-τήριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”